υδρόγαλα

υδρόγαλα
το, Ν
διαιτητικό παρασκεύασμα από γάλα αραιωμένο με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + γάλα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Δ. Ν. Κεφαλόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουμίς — Ελάχιστα αλκοολούχο ποτό με υπόξινη γεύση, που παρασκευάζεται από τις νομαδικές φυλές της κεντρικής Ασίας με ζύμωση γάλακτος φοράδας, γαϊδουριού, καμήλας ή αγελάδας. Είναι γνωστό και ως υδρόγαλα ή οινόγαλα. Παρασκευάζεται, επίσης, σε πολλές χώρες …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”